ιημα

ιημα
    ἴημα
     ион. = ἴαμα См. ιαμα

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιημα" в других словарях:

  • ίημα — ἴημα, τὸ (Α) [ιώμαι] ιων. και επιγρ. τ. τού ίαμα* …   Dictionary of Greek

  • ἴημα — ἴαμα remedy neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμα — το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα) μέσο θεραπείας, φάρμακο μσν. αρχ. θεραπεία αρχ. καταπράυνση, κατευνασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + κατάλ. μα (πρβλ. θρύλη μα, ποίη μα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»